Είναι η ρωμαιοκαθολική εκκλησία του Αγίου Ιωσήφ που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την Κεντρική Πλατεία του Τίλμπουργκ (Heuvel). Από τη πλατεία μάλιστα προκύπτει και το όνομα με το οποίο την αναφέρουν οι ντόπιοι στην καθομιλουμένη “Heuvelse”. Οι εργασίες ανέγερσης του ναού ξεκίνησαν το 1871, σταματώντας όμως στο δεύτερο έτος (1873) λόγω οικονομικών περιορισμών. Με την επανέναρξη τους το 1887, ολοκληρώθηκε η όψη και οι 2 πύργοι του οικοδομήματος, δύο χρόνια αργότερα το 1889 και την ίδια χρονιά η εκκλησία καθαγιάστηκε.

 

Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Ολλανδίας και λειτουργεί ως ζωντανός κόμβος εξερεύνησης του τεχνολογικού, του οικονομικού και του πολιτιστικού ρόλου που έπαιξε ο τομέας της κλωστοϋφαντουργίας στη χώρα. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του κεντρικού αστικού ιστού του Τίλμπουργκ και αποτελεί δημοφιλές αξιοθέατο για τουρίστες, αλλά και πολλούς ντόπιους που ενδιαφέρονται για τα στάδια εκβιομηχάνισης, μιας τέχνης που έφερε ανάπτυξη και πρόοδο την ολλανδική κοινωνία.

Το Πανεπιστήμιο του Τίλμπουργκ (Ολλανδικά: Universiteit van Tilburg) ειδικεύεται στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες και βρίσκεται στην νότια Ολλανδία. Το Πανεπιστήμιο Τίλμπουργκ είναι γνωστό για τα υψηλά πρότυπά του στον τομέα της εκπαίδευσης και της επιστημονικής έρευνας, καθώς και για τις καλές εγκαταστάσεις του. Σε ετήσιες αξιολογήσεις σε εθνικό επίπεδο έρχεται πρώτο εδώ και πολλά χρόνια. Η πανεπιστημιούπολη προσφέρει την ευκαιρία κοινωνικών συναναστροφών και δραστηριοτήτων. Έχει 12.000 φοιτητές, 7% από τους οποίους είναι διεθνείς.

Στην καρδιά του κέντρου του Τίλμπουργκ, δίπλα στην Πλατεία Δημαρχείου (Stadhuisplein) δεσπόζει το κτίριο της δημοτικής αρχής της πόλης. Πρόκειται για ένα πρώην παλάτι ιδιοκτησίας της βασιλικής οικογένειας της Ολλανδίας που το 1931 δωρίστηκε στον δήμο της πόλης. Το παλάτι χτίστηκε ως εξοχική κατοικία επί βασιλείας του Γουλιέλμου Β' της Ολλανδίας μεταξύ 1847 - 1849 ο οποίος όμως απεβίωσε μόλις 22 ημέρες πριν την ολοκλήρωση της κατασκευής.

 

Παλάτι με εντυπωσιακή αρχιτεκτονική

Ακριβώς απέναντι από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό του Τίλμπουργκ βρίσκεται το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Βραβάντης. Η ίδρυση του μουσείου ανάγεται στο 1935, όταν και στεγάστηκε  στο παλάτι του βασιλιά Γουλιέλμου Β', το σημερινό δημαρχείο της πόλης. Το 1960 μεταφέρθηκε 400 μέτρα δυτικότερα του παλατιού, σε ένα πρώην εργοστάσιο βαφής υφασμάτων. Ενώ, μόλις το 1985, και μέσα από μια σειρά μετεγκαταστάσεων, βρήκε μόνιμη έδρα στο κτίριο που στεγάζεται σήμερα, το οποίο παλιότερα λειτουργούσε ως τεχνική σχολή.

 

Στο νοτιοδυτικό άκρο του αστικού ιστού της πόλης βρίσκεται το αθλητικό συγκρότημα της μαροκινής πόλης της Φεζ. Πρόκειται για ένα στάδιο μεγάλων διαστάσεων που ξεκίνησε να χτίζεται το 1992, όμως διάφορα τεχνικά προβλήματα και δυσκολίες έφεραν την ολοκλήρωσή του 11 χρόνια αργότερα το 2003. Και τελικά, τα επίσημα εγκαίνια του σταδίου πραγματοποιήθηκαν το 2007, με τη διοργάνωση του τελικού κυπέλου του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος του Μαρόκο.

 

Σύγχρονο στάδιο πολλαπλών χρήσεων

Η έναρξη της γαλλικής αποικιοκρατίας στο Μαρόκο (1912 - 1959) έφερε στη Φεζ μια ολοκαίνουρια συνοικία. Η Νέα Πόλη, όπως ονομάστηκε, βρίσκεται νοτιοδυτικά που παλαιότερου ιστού της πόλης και επεκτείνεται γύρω από τη λεωφόρο Χασάν ΙΙ η οποία χαράχτηκε από τη γαλλική διοίκηση μετά το 1912. 

 

Μια νέα συνοικία αποτέλεσμα της ήπιας αποικιοκρατικής στρατηγικής

Το Mουσείο Μπάθα στεγάζεται σε ένα πρώην βασιλικό παλάτι που ξεκίνησε να χτίζεται το 1886 από τον Σουλτάνο Χασάν Α' και ολοκληρώθηκε από τον διάδοχό του Αμπντελαζίζ το 1907. Το οικοδόμημα λειτουργούσε ως θερινό ανάκτορο και σαν χώρος φιλοξενίας διακεκριμένων επισκεπτών του παλατιού. Ενώ, μετά τη μετατροπή του Μαρόκο σε γαλλικό προτεκτοράτο (1912), το Παλάτι Μπαθά έγινε επίσημη κατοικία του Γάλλου τοποτηρητή και λίγο αργότερα, μετατράπηκε σε μουσείο (1915).

 

Εμπειρία επίσκεψης σε ένα παλάτι του Μαροκινού Βασιλείου

Στο νότιο τμήμα του ιστορικού κέντρου της Φεζ, στη συνοικία Μελλά (Mellah), συναντά κανείς το επιβλητικό οικοδόμημα του Βασιλικού Παλατιού της Φεζ. Η ίδρυση του ανάγεται στο 1275 μ.Χ., κατά την εποχή της δυναστείας των Μαρινιδών, ενώ η σημερινή του μορφή οφείλεται σε αλλαγές και επεκτάσεις που προέκυψαν μεταξύ 17ου και 20ού αιώνα από τη δυναστεία των Αλαουιτών. 

 

Σύμβολο της Μαροκινής Μοναρχίας με πλούσια αρχιτεκτονική ομορφιά