Το Λαογραφικό Μουσείο της Σάμου ιδρύθηκε από το Πνευματικό Ίδρυμα Νικολάου Δημητρίου το 1997. Βρίσκεται στην περιοχή του Πυθαγόρειου και ιδρύθηκε για να δώσει στους επισκέπτες μια ολοκληρωμένη εικόνα της καθημερινότητας των κατοίκων του νησιού ως το 1940.

Σε απόσταση 0,5 μίλι από τη Σάμο βρίσκεται το ακατοίκητο -σήμερα- νησάκι Σαμιοπούλα. Διοικητικά υπάγεται στο Δήμο Πυθαγορείου και στη Νομαρχία Σάμου. Έχει μία μόνο παραλία, την Ψαλίδα, ένα γραφικό ταβερνάκι και λίγα ενοικιαζόμενα δωμάτια. Το όνομα της σημαίνει ”μικρή Σάμος” και είναι η μεγαλύτερη από τις νησίδες που περιβάλλουν τη Σάμο με μήκος 2,15 χμ.

Από τα λιγοστά κτίσματα στο νησί είναι τα ξωκλήσια της Αγίας Πελαγίας και της Αναλήψεως του Σωτήρος, καθώς και παλιές αποθήκες που χρησίμευαν στα χρόνια που το νησί κατοικούνταν, μέχρι δηλαδή το 1981.

Η όμορφη πρωτεύουσα της Σάμου βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού. Το Βαθύ αρχικά ήταν ένας μικρός οικισμός κοντά στο λιμάνι ο οποίος σιγά-σιγά αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε στη σύγχρονη πόλη που είναι σήμερα. Η πόλη είναι κτισμένη αμφιθεατρικά στον κόλπο του βαθέος, από τον οποίο και πήρε το άνομα της.

Η πόλη είναι γεμάτη γραφικές γειτονιές με μερικά από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του νησιού να βρίσκονται διάσπαρτα στους δρόμους της, όπως η Πλατεία του Πυθαγόρα στο λιμάνι με το μαρμάρινο λιοντάρι της.

Τρία χιλιόμετρα έξω από το Καρλόβασι, στην περιοχή "ποτάμι" βρίσκονται οι περίφημοι φυσικοί καταρράκτες της Σάμου. Οι καταρράκτες έχουν εξαιρετική φυσική ομορφιά και σχηματίζουν δύο μικρές λίμνες, ιδανικές για τους τολμηρούς που θέλουν να κολυμπήσουν στα παγωμένα νερά τους.

Σε απόσταση 32 χιλιομέτρων δυτικά από την πόλη της Σάμου βρίσκεται το Καρλόβασι, μια μικρή παραθαλάσσια πόλη. Το Καρλόβασι άρχισε να αναπτύσσεται από το 1950 και σήμερα είναι μια υπερσύγχρονη μικρή πόλη 5.700 κατοίκων.

Η προέλευση του ονόματος της πόλης διχάζει τους μελετητές. Υποστηρίζεται ότι προέρχεται από την τούρκικη λέξη Karli - ovasi που σημαίνουν χιονισμένος κάμπος, αν και κάτι τέτοιο κρίνεται αβάσιμο, καθώς δύσκολα χιονίζει στα πεδινά της Σάμου. Άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι παραφθορά της λέξης “Κάριοβα”, δηλαδή αποικία Ικαριωτών.

Το Ευπαλίνειο όρυγμα σχεδιάστηκε από τον διάσημο μηχανικό της εποχής Ευπαλίνο, που καταγόταν από τα Μέγαρα Αττικής, και ολοκληρώθηκε με την εργασία Λεσβίων αιχμαλώτων. Βρίσκεται σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από το Πυθαγόρειο και είναι στην ουσία ένα μεγάλο υδραγωγείο που φέρνει νερό από την πηγή Αγιάδες, τη “Μεγάλη πηγή” σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.

Το μουσείο Φυσικής Ιστορίας Αιγαίου βρίσκεται στην κοινότητα των Μυτιληνιών, σε κτίριο που έχει ανεγερθεί με δαπάνες του Ιδρύματος Κωνσταντίνου και Μαρίας Ζημάλη καθώς και του ευρωπαϊκού προγράμματος Leader. Στο μουσείο φιλοξενείται από το 1994 και η συλλογή του Παλαιοντολογικού Μουσείου που λειτουργούσε από το 1967.

Άρρηκτα δεμένη με τα Κουφονήσια, η Κέρος είναι ένα μικρό, ακατοίκητο και αλίμενο νησάκι έκτασης 15 τετραγωνικών χιλιομέτρων στα νοτιοανατολικά του Άνω Κουφονησιού. Υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα κυκλαδικού πολιτισμού, όπου ονομαζόταν Κέρεια ή Κερία, όνομα στο οποίο πρωτοέγινε αναφορά το 425 π.Χ. σε μία επιγραφή των φορολογούμενων συμμάχων της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Η Κέρος κατά την αρχαιότητα ήταν ενωμένη με τη νησίδα Δασκαλιό και στον όρμο που υπάρχει σήμερα ανάμεσά τους βρισκόταν ο κύριος οικισμός του νησιού, που σήμερα είναι βυθισμένος.

Το δυτικότερο νησί των Μικρών Κυκλάδων, η Ηρακλειά, είναι ένα νησάκι έκτασης 18 τετραγωνικών χιλιομέτρων και αποτελείται από τους οικισμούς Άγιο Γεώργιο και Παναγιά. Πρόκειται για έναν ήσυχο προορισμό με άγρια ομορφιά, με χαλαρούς ρυθμούς ζωής, προσφέροντας μία εναλλακτική πρόταση διακοπών που περιλαμβάνει συναρπαστικές εξερευνήσεις και καταδύσεις σ’ έναν θαυμάσιο βυθό. Όπως όλα τα νησιά των Μικρών Κυκλάδων, έτσι και η Ηρακλειά κατοικήθηκε από την προϊστορική ακόμη εποχή, όπου είχε την ονομασία Ηράκλεια.

Με έκταση μόλις 7,8 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η Σχοινούσα είναι ένα από τα μικρότερα κατοικημένα νησιά των Κυκλάδων. Βρίσκεται στα νότια της Νάξου και βορειοανατολικά της Ηρακλειάς και αποτελείται από δύο οικισμούς, τη Χώρα και τη Μεσσαριά. Το όνομα του νησιού οφείλεται στο θαμνώδες φυτό σχίνος που ευδοκιμεί στο έδαφός του, ενώ μία άλλη θεωρία υποστηρίζει ότι το όνομα προέρχεται από το όνομα του Ενετού Σχινόζα, που διοικούσε το νησί κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας.