Η Τοσκάνη φημίζεται για τα εξαιρετικά κρασιά της, πολλά από τα οποία συγκαταλέγονται ανάμεσα στα καλύτερα του κόσμου. Η περιοχή παράγει 39 οίνους με ονομασία προέλευσης, από τους οποίους οι 5 έχουν χαρακτηριστεί ανωτέρας ποιότητας. Με αφορμή το κρασί, μπορεί κανείς να γνωρίσει κάθε γωνιά της Τοσκάνης, επισκεπτόμενος τα οινοποιεία της, αφού τα περισσότερα είναι επισκέψιμα και τα τελευταία χρόνια η περιοχή έχει καθιερωθεί ως ένα από τα σημαντικότερα κέντρα οινοτουρισμού στον κόσμο.

Κτίριο - ορόσημο του Βερολίνου, το Κόκκινο Δημαρχείο βρίσκεται στην περιοχή Mitte, κοντά στην Πλατεία Αλεξάντερπλατζ.

Αποτελεί την κατοικία του εν ενεργεία δημάρχου και την έδρα της ομοσπονδίας του ομώνυμου κρατιδίου, ενώ το όνομα του δημαρχείου οφείλεται στο γεγονός ότι η πρόσοψή του είναι κατασκευασμένη από κόκκινα τούβλα.

Ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Νικολάου είναι μία όμορφη εκκλησία που βρίσκεται στην πλατεία του Ιστορικού Κέντρου. Χτίστηκε το 1735, στη θέση μίας παλιότερης εκκλησίας του 13ου αιώνα. Πρόκειται για ένα λαμπρό δείγμα μπαρόκ αρχιτεκτονικής, διακοσμημένη με γλυπτά του Antonin Braun, ενώ η εσωτερική διακόσμηση είναι εμπνευσμένη από το παρεκκλησι του Saint Louis-des-Invalides στο Παρίσι. Το 1781 η διακόσμηση στο εσωτερικού του Αγίου Νικολάου αφαιρέθηκε μετά από διαταγή του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β’ που έκλεισε όσα μοναστήρια και εκκλησίες δεν παρείχαν κοινωφελή έργα.

Πρόκειται για μία ορθογώνια πλατεία που βρίσκεται στα ανατολικά του Βασιλικού Παλατιού. Η κατασκευή της ξεκίνησε από τον Ιωσήφ Βοναπάρτη και ολοκληρώθηκε κατά τη βασιλεία της Ισαβέλλας Β’ στα μέσα του 19ου αιώνα. Γύρω από την πλατεία στέκουν 20 αγάλματα μοναρχών της Ισπανίας κατανεμημένα σε 2 σειρές στην ανατολική και στη δύση, τα οποία φιλοτεχνήθηκαν μεταξύ 1750 - 1753 και αρχικά είχαν προοριστεί για να κοσμήσουν την οροφή του Βασιλικού Παλατιού.

Πρόκειται για την τρίτη μεγαλύτερη αρένα στον κόσμο, η οποία κατά την εποχή που χτίστηκε είχε χωρητικότηα 30.000 θεατών. Βρίσκεται στην Πιάτσα Μπρα (Piazza Bra) της Βερόνα και είναι από τα καλύτερα διατηρημένα αρχαία οικοδομήματα του είδους της.Το κτίριο χτίστηκε το 30 μ.Χ σε μια περιοχή που τότε ήταν έξω από τα τείχη της πόλης. Οι αγώνες και οι παραστάσεις που διεξάγονταν προσέλκυαν πλήθος κόσμου οι οποίοι ταξίδευαν από κάθε γωνιά της Ιταλίας για να θαυμάσουν από κοντά τα δρώμενα που λάμβαναν χώρα στην Αρένα.

Αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινής ζωής των κατοίκων και σημείο αναφοράς των επισκεπτών, είναι οι πλατείες κάθε πόλης που ανέκαθεν έσφυζαν από ζωή. Κάτι τέτοιο συνέβαινε και συμβαίνει και με τις πλατείες της Βερόνα.

 

Πλατεία Ντέλε Έρμπε

Η Piazza Delle Erbe είναι μια από τις ιστορικότητες και γραφικότερες πλατείες όχι μόνο της Βερόνα αλλά και ολόκληρης της Ιταλίας. “erbe” στα Ιταλικά σημαίνει “βότανο” και στην ουσία η Piazza Delle Erbe είναι ο τόπος όπου πωλούνται σχεδόν όλα τα είδη βοτάνων και μπαχαρικών που υπάρχουν.

Πρόκειται για ένα οικιστικό συγκρότημα θρησκευτικού χαρακτήρα σε μπαρόκ αρχιτεκτονική, του οποίου η κατασκευή ξεκίνησε το 1626 με πρωτοβουλία της βαρώνης Benigna Katharina von Lobkowitz. Το κεντρικό κτίριο του Λορέτο είναι η Santa Casa, που αποτελεί αντίγραφο της πρωτότυπης Santa Casa στη Ναζαρέτ, του σπιτιού όπου ζούσε η Παναγία όταν την επισκέφθηκε ο αρχάγγελος Γαβριήλ.

Πρόκειται για μία ιστορική λουτρόπολη που βρίσκεται στη Δυτική Βοημία, στη συμβολή των ποταμών Teplá και Ohře, σε απόσταση περίπου 120 χιλιόμετρα δυτικά της Πράγας. Το όνομα της πόλης σημαίνει “Τα λουτρά του Καρόλου”, καθώς πήρε το όνομά της από τον βασιλιά της Βοημίας Κάρολο Δ’, που ίδρυσε την πόλη το 1370. Σύμφωνα με το μύθο, ο αυτοκράτορας έχτισε την πόλη αμέσως μόλις ανακάλυψε τυχαία τις θερμές πηγές, μετά το κυνήγι του.

Το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη ιδρύθηκε το 1983 από τον Γιώργο Ανεμογιάννη και βρίσκεται στο χωριό Μυρτιά, τον πατρογονικό τόπο του Καζαντζάκη. Το μουσείο στεγάζεται στο πατρικό σπίτι του Ανεμογιάννη, το οποίο με την οικονομική συμβολή του Υπουργείου Πολιτισμού, ιδιωτών αλλά και προσωπική συνεισφορά του ιδιοκτήτη, ανοικοδομήθηκε και μετατράπηκε σε ένα σύγχρονο εκθεσιακό χώρο.

 

Τσιπουράδικα στο Βόλο

Τα τσιπουράδικα του Βόλου ήταν ήδη από τις αρχές του προηγούμενο αιώνα σημείο συνάντησης των κατοίκων της περιοχής οι οποίοι κάθε μεσημέρι μαζεύονταν και έπιναν το τσιπουράκι τους συνοδεία εκλεκτών μεζέδων από τη θάλασσα του Παγασητικού. Ο θεσμός ξεκίνησε από τους πρόσφυγες της Μ. Ασίας και με τα χρόνια καθιερώθηκε ως η αγαπημένη συνήθεια των Βολιωτών αλλά και κάθε επισκέπτη της περιοχής.