Χωρίς αμφιβολία το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυμπίας είναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Ελλάδας. Παρουσιάζει τη μακραίωνη εξέλιξη ενός από τα λαμπρότερα ιερά της αρχαιότητας που ήταν αφιερωμένο στον Δία και αποτέλεσε κοιτίδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Φιλοξενεί μια σειρά από εκθέματα ανεκτίμητης αξίας μεταξύ των οποίων η μεγάλη έκθεση γλυπτών, συλλογή χάλκινων αντικειμένων που περιλαμβάνει ειδώλια, όπλα και αναθηματικά αντικείμενα. Εδώ επίσης βρίσκονται και ορισμένα διάσημα για την τεχνική τους ευρήματα πηλοπλαστικής.

Στο βορειοδυτικό άκρο του ιερού χώρου της Άλτεως και στους πρόποδες του Κρόνιου Λόφου θα συναντήσετε τον ναό της θεάς Ήρας που αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα δείγματα ναοδομίας στον ελληνικό χώρο. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη οικοδομήθηκε γύρω στα 600 π.Χ. από κατοίκους του Σκιλλούντα που ήταν μια αρχαία πόλη της περιοχής της Ηλείας. Ήταν ένας αρκετά μεγάλος ναός που ακολουθούσε βαριές αναλογίες και δωρική αρχιτεκτονική.

Βρίσκεται στο Μαρκόπουλο Μεσογείων Αττικής και φιλοξενεί ευρήματα που προέρχονται από το ιερό της Βραυρώνας, αλλά και την ευρύτερη περιοχή των Μεσογείων, τα οποία χρονολογούνται από την Πρώιμη Χαλκοκρατία μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή. Το κτιριακό συγκρότημα αποτελείται από ένα αίθριο και πέντε αίθουσες, ενώ στο κάτω επίπεδο υπάρχουν αποθήκες, εργαστήρια και γραφεία. Το μουσείο κατασκευάστηκε κατά τη δεκαετία του 1960, έχοντας ως πρωταρχικό στόχο να στεγάσει τα ευρήματα από τις ανασκαφές που πραγματοποίησε ο αρχαιολόγος Ι. Παπαδημητρίου τη δεκαετία του 1940 στο Ιερό της Βραυβρωνίας Αρτέμιδος.

Το ιδιαίτερα εντυπωσιακό αυτό ανάκτορο, χτίστηκε από το Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ στα μέσα του 19ου αιώνα και αποτέλεσε το διοικητικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από το 1856 μέχρι το 1922, με μία εξαίρεση το διάστημα μεταξύ 1889 και 1909 που χρησιμοποιήθηκε το ανάκτορο Γιλντίζ. Βρίσκεται στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου και καλύπτει μία έκταση 110.000 τετραγωνικών μέτρων. Το Ντολμάμπαχτσε σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Καραμπέτ και Νικογιός Μπαλιάν.

Διάφοροι θρύλοι έχουν διαμορφωθεί για την καταγωγή του Καραγκιόζη, όμως σύμφωνα με την παράδοση της πόλης, πιστεύεται ότι δημιουργός του ήταν ο Σεΐχ Κιουστερί, που έζησε στην Προύσα και πέθανε το 1366. Σύμφωνα με το θρύλο, ο Χατζηαβάτης και ο Καραγκιόζης συμμετείχαν στην κατασκευή ενός τζαμιού για το Σουλτάνο, ο πρώτος ως επιστάτης και ο δεύτερος ως εργάτης. Οι διάλογοι των δύο ανδρών ήταν τόσο διασκεδαστικοί ώστε όλοι οι υπόλοιποι εργάτες σταματούσαν τη δουλειά τους και τους παρακολουθούσαν.

Το όρος Uludag, είναι ο μυθικός Όλυμπος της Μυσίας απ’ όπου οι θεοί παρακολουθούσαν τον Τρωικό Πόλεμο και το όνομά του σημαίνει "Μεγάλο Βουνό", καθώς αποτελεί το ψηλότερο βουνό της δυτικής Ανατολίας, με ψηλότερη κορυφή την "Καρά Τεπέ", σε υψόμετρο 2.543 μέτρων. Το χιονοδρομικό κέντρο βρίσκεται 36 χιλιόμετρα νότια της Προύσας και είναι ανοιχτό από το Δεκέμβριο έως τα τέλη Μαρτίου. Διαθέτει 13 πίστες για σκι όλων των των επιπέδων δυσκολίας και 15 ανελκυστήρες.

Η Προύσα είναι διάσημη για τη σπεσιαλιτέ "Ισκεντέρ Κεμπάπ", που είναι ο γνωστός σε όλους μας γύρος, φτιαγμένος από κρέας αρνιού και συνοδεύεται συνήθως από ζεστή σάλτσα ντομάτας, γιαούρτι και πίτα σε κομμάτια. Το Inegöl Köfte είναι μία ακόμη σπεσιαλιτέ της πόλης και είναι αρνίσιοι κεφτέδες με κρεμμύδι χωρίς μπαχαρικά, ψημένοι στη σχάρα. Μην παραλείψετε να δοκιμάσετε τις καραμέλες κάστανου, που παράγονται από καστανιές που καλλιεργούνται στις παρυφές του όρους Oludag (Όλυμπος της Μυσίας).

Οι σημαντικότερες αγορές στην Προύσα είναι το Koza Han και το Bedesten. Το Koza Han είναι η παραδοσιακή αγορά μεταξιού, που αντικατοπτρίζει την παραδοσιακή σημασία της Προύσας ως κέντρο παραγωγής και εμπορίας μεταξιού. Το όνομα Koza Han σημαίνει "αγορά μεταξωτού κουκουλιού" και βρίσκεται στο πίσω μέρος του πάρκου Koza, σε μία τοποθεσία με πολλά υπαίθρια καφέ. Χτίστηκε το 1491 από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ Β’, με στόχο να αποτελέσει την τελευταία στάση των καραβανιών από το μεγάλο δρόμο του μεταξιού από την Κίνα.

Είναι το μεγαλύτερο τζαμί στην Προύσα και αποτελεί ορόσημο της πρώιμης οθωμανικής αρχιτεκτονικής, με αρκετά στοιχεία από την αρχιτεκτονική των Σελτζούκων. Χτίστηκε με εντολή του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Α μεταξύ 1396 και 1400 από τον αρχιτέκτονα Ali Neccar. Πρόκειται για ένα μεγάλο και ορθογώνιο κτίσμα, που περιλαμβάνει 20 τρούλου που είναι διατεγμένοι σε τέσσερις σειρές και υποστηρίζονται από δώδεκα κίονες. Εικάζεται ότι οι 20 αυτοί τρούλοι, χτίστηκαν αντί των 20 τζαμιών που ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Α’ είχε υποσχεθεί για τη νίκη του στη μάχη της Νικόπολης το 1396. Το τζαμί έχει δύο μιναρέδες.

Το Πράσινο Τέμενος, γνωστό και ως Τέμενος του Μωάμεθ Α’, βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της πόλης, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος του κτιριακού συγκροτήματος Külliye. Χτίστηκε μεταξύ 1419 και 1421 από τον αρχιτέκτονα Vezir Haci Ivaz Πασά και αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα οθωμανικής αρχιτεκτονικής .