Σε απόσταση 100 χιλιομέτρων βορειοανατολικά της Θεσσαλονίκης, λίγο μετά στη γέφυρα του Στρυμόνα όπου βρίσκεται το εμβληματικό λιοντάρι της, βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Αμφίπολης. Πρόκειται για μία σπουδαία πόλη που άκμασε κατά την αρχαιότητα, ιδρυμένη το 437 π.Χ. από τους Αθηναίους στη θέση της προγενέστερης πόλης Ηδωνίδας.
Υπήρξε μία αποικία στρατηγικής σημασίας, καθώς το σημείο όπου επιλέχθηκε αποσκοπούσε στον έλεγχο των μεταλλείων του Παγγαίου. Το 422 π.Χ. αποσκίρτησε από την Αθήνα και το 357 π.Χ. κατακτήθηκε από τον βασιλιά των Μακεδόνων, Φίλιππο Β’. Η ακμή της πόλης συνεχίστηκε όλα αυτά τα χρόνια, ιδιαίτερα κατά τη ρωμαϊκή εποχή, χάρη στη διέλευση της Εγνατίας Οδού. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, σηματοδοτήθηκε μία νέα περίοδος ακμής για την Αμφίπολη, ως χριστιανικού προσκυνήματος. Αιτία για αυτό στάθηκε η διέλευση του Αποστόλου Παύλου το 50 μ.Χ. Τον 6ο αιώνα μ.Χ. χτίζονται στην πόλη μνημειακοί ναοί στην ακρόπολη, στη θέση των παλιών ιερών. Από τα τέλη του 7ου αιώνα ξεκινά η παρακμή της Αμφίπολης, με τους κατοίκους να εγκαταλείπουν την πόλη για να εγκατασταθούν στην αρχαία πόλη Ηιόνα, τη σημερινή Χρυσούπολη.
Οι ανασκαφές που πραγματοποίησε το 1956 ο έφορος αρχαιοτήτων Καβάλας Δ. Λαζαρίδης, έφεραν στο φως πολλά και αξιοθαύμαστα ευρήματα. Σήμερα ο επισκέπτης του αρχαιολογικού χώρου της Αμφιπόλεως εντυπωσιάζεται από τα εναπομείναντα λαμπρά δείγματα ενός σπουδαίου παρελθόντος, ενώ στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης μπορεί να δει και να θαυμάσει, υποδειγματικά παρουσιαζόμενα, νομίσματα και επιγραφές καθώς και σπάνια ευρήματα του συνόλου της ιστορικής διαδρομής της αρχαίας πόλης.